μέσος

μέσος
μέσος, μέσσος (-ῳ, -ον, -οισι; -αις; -ον acc., acc.).
1 adj.
a the centre, middle of, mid-

Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε O. 6.58

πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος i. e. the central navel of the earth P. 4.74 εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (sc. γενέσθαι: v. Fränkel, D & P, 506̆{8}) P. 9.113
b by the middle of the body. ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (sc. σε. πρὸς ἑαυτὸν τοῦτο λέγει ὁ Πίνδαρος. Σ.) N. 4.37
2 subs.
a n. s. pro subs. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι i. e. publicly fr. 42. 4.
b pl. pro subs., midst of a group.

ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224

εἶπε δ' ἐν μέσσοις P. 9.119

ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)

φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.23

εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31

c n. pl. pro subs. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων i. e. the middle classes P. 11.52

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέσος — b masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στη μέση δύο τοπικών ή χρονικών σημείων, ο μεσαίος, ο μεσιανός: Τα προβλήματα της μέσης ηλικίας. 2. αυτός που υποδεικνύει το μέσο όρο: Μέση θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… …   Dictionary of Greek

  • μέσσα — μέσος b neut nom/voc/acc pl (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc/acc dual (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιτάτων — μέσος b fem gen pl μέσος b masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτατον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτερον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσότατον — μέσος b masc acc superl sg (epic) μέσος b neut nom/voc/acc superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσώτατα — μέσος b adverbial superl μέσος b neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσώτατον — μέσος b masc acc superl sg μέσος b neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”